συνεσταλμένα

συνεσταλμένα
συστέλλω
draw together
perf part mp neut nom/voc/acc pl
συνεσταλμένᾱ , συστέλλω
draw together
perf part mp fem nom/voc/acc dual
συνεσταλμένᾱ , συστέλλω
draw together
perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • συνεσταλμένας — συνεσταλμένᾱς , συστέλλω draw together perf part mp fem acc pl συνεσταλμένᾱς , συστέλλω draw together perf part mp fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνεσταλμένως — ΝΜΑ, και συνεσταλμένα Ν επίρρ. με συστολή, με σεμνότητα και ευπρέπεια (α. «μιλάει πάντα συνεσταλμένα» β. «συνεσταλμένως ζῆν», Πλούτ.) μσν. αρχ. με συντομία, περιληπτικά («συνεσταλμένως μὲν.... ἐμφαντικώτερον δέ», Ιωάνν. Χρυσ.) αρχ. γραμμ. με… …   Dictionary of Greek

  • ανακούρκουδα — και ανακούκουρδα καί ανεκούρκουδα (Μ ἀνακούρκουδα) επίρρ. 1. με λυγισμένα τα γόνατα και το σώμα στηριγμένο στα δάχτυλα τών ποδιών 2. οκλαδόν 3. ύπτια, ανάσκελα 4. με το κεφάλι προς τα κάτω, ανάποδα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. προήλθε πιθ.,… …   Dictionary of Greek

  • εντροπαλός — και ντροπαλός, ή, ό (Μ ἐντροπαλός, ή, ό(ν)) αυτός που ντρέπεται και συστέλλεται εύκολα, φοβισμένος, συνεσταλμένος («κόρη (ε)ντροπαλή» «εκεί μέσα εκατοικούσες πικραμένη, εντροπαλή», Σολωμ.). Επίρρ. (ε)ντροπαλά με συστολή, συνεσταλμένα, φοβισμένα …   Dictionary of Greek

  • πέλαγος — Oρεινός οικισμός (υψόμ. 680μ.), στην πρώην επαρχία Μαντινείας, του νομού Αρκαδίας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (4 τ. χλμ.) και βρίσκεται BA της Τρίπολης. * * * το, ΝΜΑ, και διαλ. τ. πέλαγο και πέλαο Ν 1. η μακριά από τις ακτές ανοιχτή θάλασσα… …   Dictionary of Greek

  • συσπώ — συσπῶ, άω, ΝΑ [σπῶ] νεοελλ. μέσ. συσπώμαι, άομαι (για μυ) υφίσταμαι ακούσια συστολή αρχ. 1. συστέλλω, μαζεύω («συνέσπακε τὰς ὀφρῡς», Λουκιαν.) 2. συρράπτω («τὰς διφθέρας συνῆγον καὶ συνέσπων», Ξεν.) 3. μέσ. σύρω μαζί μου 4. παθ. μαζεύομαι, ζαρώνω …   Dictionary of Greek

  • τάλαντο — Μονάδα βάρους. Αρχικά σήμαινε ζυγαριά, έπειτα όμως και οτιδήποτε ζυγίζεται, επομένως και μονάδα βάρους ή ορισμένο χρηματικό ποσόν, που ήταν διαφορετικό κατά τόπους. Είναι αδύνατο να καθοριστεί το βάρος του ομηρικού τ. Ο Ηρόδοτος αναφέρει δύο… …   Dictionary of Greek

  • τάλαρος — ο, ΝΑ πλεκτό καλάθι από κλαδιά λυγαριάς που χρησιμοποιείται για την αποστράγγιση τυριού νεοελλ. ξύλινο τυροκομικό αγγείο αρχ. 1. (γενικά) καλάθι («πλεκτοῑς ἐν ταλάροισι φέρον μελιηδέα καρπόν», Ομ. Ιλ.) 2. πλεκτό κλουβί για πουλιά 3. φρ. «Μουσέων… …   Dictionary of Greek

  • τάλας — αινα, αν, ΝΜΑ, και αιολ. τ. τάλαις και ιων. τ. τάλης θηλ. και τάλας Α άξιος λύπης, δυστυχής, ταλαίπωρος («οἴ γὼ τάλαινα συμφορᾱς κακῆς», Αισχύλ.) μσν. αρχ. (με κακή σημ.) άθλιος, ελεεινός (α. «τρόπον τὸν κακομήχανον τῆς γυναικὸς ὁ τάλας», Πρόδρ.… …   Dictionary of Greek

  • ταλαύρινος — ον, Α 1. (συν. ως προσωνυμία τού Άρεως) αυτός που μάχεται με τη βοήθεια ασπίδας από χοντρό δέρμα ταύρου («...πρίν γ ἢ ἕτερόν γε πεσόντα αἵματος ἆσαι Ἄρηα, ταλαύρινον πολεμιστήν», Ομ. Ιλ.) 2. (το ουδ. ως επίρρ.) ταλαύρινον α) με δύναμη, ισχυρά β)… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”